Πήγα μια ώρα πίσω
και πάτησα την κατσαρίδα
νομίζοντας ότι η μουσική
θα σταματούσε. Με το «κρακ»
θα έσπαζε το κέλυφος του καλοκαιριού
θα σταμάταγαν οι βράχοι
να με κυνηγούν – στη θάλασσα
και στη στεριά –
Με δάχτυλα παραμορφωμένα
από βιβλία και χαρτιά
με μάτια αλλήθωρα έβλεπα
πρόσωπα συμπαγή και λεία.
Τώρα – δηλαδή χιλιάδες ώρες –
βλέπω μόνο ομοιόμορφες πλάτες
σε μαύρα ρούχα, χωρίς κεφάλια.
Γι’ αυτό όταν κλαις και ανάβω
τσιγάρο και κοιτάζω τα νύχια σου
που γίνονται νερό και πίνω,
τότε ανατρέπεται η οικονομία
της χώρας και όλοι οι μήνες είναι Δεκέμβριος.
(Δε φεύγει η νύχτα, γίνεται πηλός
και γάλα στα χέρια).