Απόσπασμα από το διήγημα «Μαύρα νερά». Σελίδες 143,144.
Κύριε Μίλτο,
Σας γράφω ξανά για το θέμα που έχει προκύψει με το διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης. Δεν ξέρω αν θυμάστε, αλλά δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που σας έστειλα εκείνο το πρώτο γράμμα. Επίσης, δεν γνωρίζω αν το λάβατε. Η κυρία του πέμπτου μου λέει πως μάταια σας γράφω γιατί έχετε πεθάνει προ καιρού και ότι έχετε καρφώσει και σταυρό στο μνήμα σας. Ξέρετε δα πως είναι οι λησμονημένες γυναίκες, φτιάχνουν ιστορίες χωρίς νόημα. Κάτι να έχουν να πιρουνιάζουν την καρδιά τους τις νύχτες στο κρεβάτι. Της είπα πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβαίνει, διότι πολύ πρόσφατα, μόλις πριν από μια εβδομάδα, σας είδα στο γωνιακό παντοπωλείο και μου φανήκατε μια χαρά. Θυμάμαι πολύ καλά τον νεαρό που σας έδειξε το σκουλαρίκι του και του απαντήσατε «βαρεθήκατε κι εσείς;»
Έχω κρατήσει τόσο καλά στη μνήμη μου εκείνη τη συνάντησή μας που μπορώ να απαριθμήσω ακόμη και τι αγοράσατε: γάλα, μια εφημερίδα προ μιας εβδομάδας που είχε ξεμείνει στο μαγαζί, σπίρτα, ένα κουτί φρυγανιές, ένα σφυρί˙ αλήθεια τι το θέλατε το σφυρί; Το ίδιο σας ρώτησε και ο νεαρός και του είπατε «για να μη μου το χαρίζει άλλη φορά το παιδί. Το ίδιο κάνω και με τα τσουρέκια. Τα αγοράζω μόνος μου, δεν βρίσκονται πλέον ζητιάνες στα μέρη μας». Λοιπόν, πως γίνεται να έχει πεθάνει ένας άνθρωπος που αγοράζει σφυρί και τσουρέκια;
Διονύσης Μαρίνος - Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ – Μελάνι, 2017