Αντρέϊ Μπιέλυ | Πετρούπολη

 

[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ]

Ο ΚΑΛΟΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ

 

Όμως η Σοφία Πετρόβνα δεν άντεξε τόση ελευθερία: είχε, βλέπεις, ένα τόσο μικρό, μικροσκοπικό μετωπάκι˙ μαζί με το μικροσκοπικό μετωπάκι μέσα της κρύβονταν βαθύτατα συναισθήματα: διότι ήταν κυρία˙ και δεν επιτρέπεται να ξυπνάς το χάος μέσα στις κυρίες: στο χάος αυτό οι κυρίες κρύβουν κάθε λογής σκληρότητες, εγκλήματα, εκπεσμούς, κάθε λογής οργισμένα δαιμόνια, όπως και κάθε λογής πρωτάκουστους ηρωισμούς˙ μέσα σε κάθε κυρία κρύβεται μια εγκληματίας: μα ακόμα κι αν έχει διαπραχθεί το έγκλημα, στην καρδιά της αληθινής κυρίας δεν απομένει τίποτα άλλο εκτός από αγιοσύνη.

[Απόσπασμα από τη σελίδα 104]

 

 

[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ]

ΚΑΚΟ ΣΗΜΑΔΙ

Ο Απολλών Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ ήταν ένας εν ενεργεία μυστικοσύμβουλος˙  ο Απολλών Απολλώνοβιτς ήταν πρώτης τάξεως προσωπικότητα (που και πάλι είναι ένα και το αυτό) και, τέλος, ο Απολλών Απολλώνοβιτς ήταν αξιωματούχος της αυτοκρατορίας˙ όλα αυτά τα είδαμε από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου μας. Άρα: ως αξιωματούχος, ως υπάλληλος μάλιστα, δεν μπορούσε παρά να κατοικεί σε χώρους με τρεις διαστάσεις: σε χώρους κυβικούς, που αποτελούνταν, προσέξτε το αυτό: από τη σάλα (ή σαλόνι) και λοιπά, και λοιπά, τα οποία με μια πρόχειρη παρατήρηση προλάβαμε να εντοπίσουμε (τα υπόλοιπα είναι ασήμαντα)˙ μεταξύ αυτών των ασήμαντων ήταν το γραφείο του, ήταν και τα άλλα –τίποτα το σπουδαίο- δωμάτια.
  Αυτά τα τίποτα το σπουδαίο δωμάτια φωτίζονταν ήδη από τον ήλιο˙ και πυροβολούσαν ήδη στον αέρα οι ψηφίδες των τραπεζιών και λαμπίριζαν ήδη εύθυμα οι καθρέφτες: κι όλοι οι καθρέφτες έβαλαν τα γέλια, γιατί ο πρώτος καθρέφτης, που κοιτούσε από το σαλόνι στη σάλα, καθρέφτιζε την άσπρη, σαν αλευρωμένη, μορφή του Πετρούσκα, κατακόκκινος σαν αίμα, βγήκε τρέχοντας από τη σάλα (με τα βήματά του να χτυπάνε)˙ αμέσως ο καθρέφτης έστειλε στον άλλο καθρέφτη την αντανάκλαση˙ και σε όλους τους καθρέφτες καθρεφτίστηκε ο κωμικός Πετρούσκα: αυτός ήταν ο Νικολάι Απολλώνοβιτς που όρμησε τρέχοντας στο σαλόνι κι έμεινε εκεί σαν κοκαλωμένος, με το βλέμμα να περιπλανιέται στους ψυχρούς καθρέφτες, διότι είχε δει το εξής: ο πρώτος καθρέφτης, που κοιτούσε από το σαλόνι τη σάλα, είχε στείλει στον Νικολάι Απολλώνοβιτς την αντανάκλαση ενός μικρού αντικειμένου: ένα νεκρικό σκέλεθρο με κουμπωμένο σακάκι, που διέθετε κρανίο, αριστερά και δεξιά από το οποίο πετούσε ένα γυμνό αυτί και μια κοντή φαβορίτα˙ ανάμεσα στα αυτιά και στις φαβορίτες όμως˙, έδειχνε μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα έπρεπε μια σουβλερή μυτούλα˙ πάνω από τη σουβλερή μυτούλα δυο μαύρα τόξα σηκώνονταν επιτιμητικά…

[Απόσπασμα από τις σελίδες 378,379]

 

Αντρέϊ Μπιέλυ – Πετρούπολη – Αντίποδες, 2017
Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου