[Σύγχρονος τρόπος ζωής]
Η ζωή έγινε μια σειρά αυτοματοποιημένες κινήσεις
χάθηκε κάθε ελπίδα για κάτι σπουδαίο.
Το χώμα έγινε σκόνη και κάλυψε τα πάντα.
Ελπίδες της μεσαίας τάξης για κοινωνική ανέλιξη,
οι ψυχές μας εγκλωβισμένες σε επίγεια φυλακή.
Τα κορμιά τις περιορίζουν
η όρεξη τρέφεται από την ελπίδα,
χαμένη κι αυτή.
Το παράθυρο έβγαλε κάγκελα, δεν είναι πια παράθυρο,
τα γυαλιά μου ράγισαν και θολώνουν τη ματιά μου.
Δε βλέπω τίποτα παρά εσένα.
Ο καθρέφτης βάφτηκε μαύρος, δεν είχε τίποτα να δεις μέσα
Η κατηφόρα μας τραβά προς τα κάτω
υπόγειες στοές θα μας ανυψώσουν.
Το άλογο σταμάτησε να καλπάζει,
δε θα ξανακαλπάσει πια.
Φοβάμαι να σκεφτώ τη διαδρομή
ταξιδέψαμε χωρίς προορισμό, δε φτάσαμε κάπου.
Αμφιβάλλεις αν ταξιδέψαμε.
Ήθελα να χαϊδέψεις μια τελευταία φορά τα μαλλιά μου
δεν ήρθε ποτέ αυτό το χάδι.
Η αφοσίωση είναι μια ζωή απελπισίας
η τρέλα, απελπισία μιας ζωής.
Της ζωή που ποτέ δε διάλεξα
όμως με διάλεξε εκείνη.
[Ματαιωμένη Άνοιξη]
Ονειρεύομαι.
Πως δε σε πλήγωσα ποτέ, πως δε θα σε ξαναπληγώσω.
Πως θα είμαι πάντα εκεί να παίρνεις από μένανε στιγμές ευτυχισμένες.
Η σκέψη φέρνει στο δωμάτιο μου βουνά και κάμπους,
στους τοίχους μου απλώνονται ανοιχτοί ορίζοντες που σχηματίζονται από το χρώμα των ματιών σου.
Ξαναμένω μόνος και το στένεμα των τοίχων έρχεται πια αμείλικτο προκαλώντας αφόρητη και θλιβερή κλειστοφοβία.
Η άνοιξη φέρνει την αναγέννηση.
Τα χρώματα, τα λουλούδια το φως. Ζωή και ομορφιά.
Τα πουλιά στο μπαλκόνι μου δε σταματούν να κελαηδούν, ο ήχος με ευχαριστεί όπως φτάνει στο δωμάτιο.
Έχει εγκαταλείψει τις ευχάριστες συχνότητες και με αγκαλιάζει πενθώντας τη δική μου άνοιξη.
Που φέτος ήρθε και έφυγε βιαστικά.
Σχηματίστηκε στη μορφή του γυμνού κορμιού σου μπροστά μου.
Ξεθώριασε και έγινε φθινοπωρινό στάχυ, αναμένοντας σε να έρθεις μετά το θερισμό να περάσεις να ολοκληρώσεις τις φετινές εργασίες
καίγοντας ότι περίσσεψε και μένει στο χώμα ξεραμένο.
Έχεις μεγάλη δύναμη.
Ορίζεις σε μια στιγμή τη ζωή και το θάνατο του κόσμου μου.
Είναι άδικο. Για σένα όχι για μένα.
Γεννά μεγάλη οδύνη να έχεις στα χέρια σου τόση δύναμη.
Μια δύναμη που δεν τη ζήτησες ποτέ, απλά σου δόθηκε.
Ούτε κι εγώ ήθελα να σου την παραχωρήσω.
Ο έλεγχος όταν χάνεται λειτουργεί με τη δική του θέληση, έχει δικούς του κανόνες.
Μας ξεγυμνώνει σε ένα τοπίο θλιβερό και παγωμένο,
στερώντας τα ρούχα και τη φλόγα που θα μας κρατήσει ζωντανούς.
Πως να συντηρήσω μόνος μου αυτή τη φλόγα.
Σε ποια προσευχή να αναζητήσω την πίστη μου.
Σε ποια ανάσα να ψάξω τη ζωή. Αγωνίζομαι ενάντια σε μια ματαιωμένη άνοιξη.
Ο Γιώργος Αναστασόπουλος γεννήθηκε το 1985 στην Καστοριά. Ζει και εργάζεται ως κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Εραστής τη τέχνης της γραφής: ποίησης και πεζογραφίας. Οι ποιητικές συλλογές και το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο παραμένει ανέκδοτο και δημοσιοποιείται σταδιακά στο διαδίκτυο.
https://paratypo.wordpress.com/