Σαν δηλητήριο το αίμα
χάραξε τα μάτια τού ποιητή.
Κι ευθύς
τη συνήθεια αρνήθηκε .
Χλεύασε τους βαριεστημένους επιβάτες
που στέκονταν στα κιγκλιδώματα των συμβιβασμών,
δήθεν από σεβασμό στο μοιραίο.
Στην κόλαση γνώρισε
την αλήθεια των ανθρώπων
και απέκτησε -τιμητικά-
το δικαίωμα του χλευασμού (και της αυτοκρισίας).
Στις συγκεντρώσεις, οι λογοκριτές
μόχθησαν τις λέξεις του
να δημοπρατήσουν,
ελπίζοντας πως οι άρχοντες
θα τους επιβράβευαν
(μ’ έρκη και συμπόσια).
Στα βουνά ανέβηκε,
λαγαρίζοντας τις πατημασιές του
με δάκρυα (καμωμένα από χαρά).
Λάκισε απ’ τους λογάδες
που το ‘χαν ρίξει στα ερωτικά λιμπρέτα (πάλι),
γεμίζοντας την οικουμένη
ψηφίδες για κορασίδες και μειράκια.
Στις πολιτείες των ευτυχισμένων
(πλήθος οι τιτλούχοι)
γκρέμισε τα κρατητήρια (όσο άντεξε).
Αυτομάτως , οι επικεφαλής των υπηρεσιών
τον μίσησαν , ένεκα της απέχθειάς του
στις κατηγορίες .
Και γέλασε μπρος στους Φιλισταίους
που σκότωναν τα χελιδόνια,
αναλαμβάνοντας τον ρόλο
να προστατεύουν: μερίδια κι ιδιοκτησίες.
Κι όλα αυτά οι σκαιοί ραβδούχοι
τα υπερασπίζονταν,
από δουλοπρέπεια στον
θάνατο.
Ο Χριστόφορος Τριάντης υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση από το 1998 . Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο των Τρικάλων και στην ιστοσελίδα του τοπικού συνδέσμου φιλολόγων (filologoi.gr). Επιθυμία του είναι να γράφει ποιήματα χρησιμοποιώντας τις λέξεις «με προσοχή, πάθος και αίμα!» όπως είπε ο Νίτσε και «να εξαφανίσει τη ματαιοδοξία του» όπως είπε ο Έζρα Πάουντ.