Τη συναντούσε σπάνια. Κάθε φορά που την έβλεπε, την ερωτευόταν. Στο μεσοδιάστημα, ξεχνούσε την ύπαρξή της. Δεν του έλειπε ούτε εκείνη ούτε το σχήμα των ματιών της.
Το πρώτο βράδυ που θυμήθηκε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της, ονειρεύτηκε τον καρπό του αριστερού χεριού της. Το δεύτερο βράδυ ένιωσε το χέρι της να του ανακατεύει το μυαλό. Το τρίτο βράδυ κάηκαν όλες οι λάμπες στις φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων. Το θέαμα των καμένων λαμπτήρων τον θορύβησε. Το βράδυ που ακολούθησε, δεν την ονειρεύτηκε.
Το επόμενο πρωί την βρήκε να κοιμάται στο διπλανό μαξιλάρι. Είχε ξεχάσει να την ερωτευτεί.