Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω,
ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,
διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,
γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτει ἡ συνείδησίς μου.
Ποιός γνωρίζει τάχα τί μοῦ ξημερώνει!
ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιαστος… τί φρίκη!
ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακώνει,
κι’ ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.
Πένα στὴ θανή μου ὕμνους νὰ μὴ γράψει,
οὔτε δάκρυ θέλω νὰ χυθεῖ κανένα,
κι’ οὔτε αὐτὸς ἀκόμη θέλω νὰ μὲ κλάψει,
ποὺ ἐλπίζει ψῆφο νἄχει κι’ ἀπὸ μένα.
Εἰς τὸ Οὐεστμίνστερ θέλω νὰ μὲ θάψουν,
ἀλλ’ ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο δὲν θὰ γίνει,
ὅπου σᾶς ἀρέσει, τάφο ἂς μοῦ σκάψουν,
κι’ ὅλη μου ἡ δόξα κτῆμα σας ἂς μείνει.
Γύρω μου νὰ στέκουν μοῦτρα χαρωπά,
ὄχι σκέπες, μαῦρα καὶ κραυγές ὀδύνης,
νὰ μὴν ἔλθει ράσο καὶ γιὰ μὲ παππᾶ,
κι’ οὔτ’ ὁ Ἀναγνώστης τῆς Ἁγιᾶς Εἰρήνης.
Νὰ μὲ πᾷν οἱ φίλοι ἔξω στὰ θυμάρια
μὲ κρασὶ καὶ μπύρα ὅλοι των κουρούνα
καὶ ἀντὶ παππάδων θλιβερὰ τροπάρια
τὴν Μασκὸτ νὰ ψάλλουν καὶ τὴν Παπαρούνα.
Κανεὶς φίλος λόγο νὰ μὴν ἀπαγγείλει,
κι’ ἂν στὸ νοῦ του τέτοιο ἔγκλημα περάσει,
νὰ τὸν σακατέψουν στίς σβερκιές οἱ φίλοι,
κι’ εἴθε τὴ μιλιά του στὴ στιγμὴ νὰ χάσει.
Καὶ τ’ ἀκίνητά μου καὶ τὰ κινητὰ
τὰ χαρίζω ὅλα στὴν καλὴ πατρίδα,
ὄχι γιὰ νὰ κὰμει πόλεμο μ’ αὐτά,
ἀλλὰ ν’ ἀγοράσει λίγη δαμαλίδα.
Τούτη μου τὴν κόμη τὴν ποιητικὴ
ἀπὸ τώρα δίνω γιὰ κληρονομιὰ
εἰς τὸν Λεονάρδο κι’ εἰς τὸν Φιακῆ…
δὲν θὰ βροῦν βαμμένη οὔτε τρίχα μιά.
Τέλος τὸ κεφάλι τὸ ποιητικὸ
στοὺς κρανιοσκόπους μποναμᾶς ἂς μένει,
νὰ τὸ ψάχνουν μέσα κι’ ἔξω μὲ φακό,
γιὰ νὰ βροῦν ποιὰ βίδα εἶναι χαλασμένη.