Ήμασταν εκεί. Με τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά. Τα χείλη στο χείλος των φιλιών. Στο πεζοδρόμιο τα δέντρα ξήλωναν τις πλάκες. Οι περαστικοί σκόνταφταν κι άνοιγαν τρύπες στα παράγωνα κεφάλια τους. Το αίμα ωρίμαζε σαν άγουρο βερίκοκο. Οι ανοιχτές τέντες έγδυναν τον ήλιο κι έφτυναν σκιές στα προστατευόμενα καφενεία. Οι θαμώνες, νεκροί από χρόνια, αναπαύονταν σε δροσερά μνήματα. Απαλλαγμένοι από πολιτικές διαφωνίες. Απεξαρτημένοι από αλκοόλ και νικοτίνη.
Στεκόμασταν ασάλευτοι. Εισπνέοντας κοκκινόχωμα από τα ρουθούνια μας. Τα πόδια μας περίσσευαν απ’ το λιγοστό τοπίο. Εκείνο το καλοκαίρι οι τάφοι χτίζονταν στενοί.