Ἐρώτησα
κάποτες γιατί
τάχατες
ἡ τραγικὴ
καί σεμνὴ παρθένα
ποὺ λεγόταν Πουλχερία
τὴν παραμονή τοῦ
γάμου της
σφουγγάρισε προσεχτικά ὅλο
τὸ σπίτι
καὶ τὴν ἑπομένη
ἀπέθανε;
Μιά
ποὺ καθάρισε καὶ νοικοκύρεψε
τὰ πάντα,
γιατί δὲ χάρηκε
κι αὐτή
τὶς μακρυές λευκές νταντέλλες,
τοὺς λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
καὶ τὰ πολύχρωμα
μεγάλα
φτερά
τοῦ γάμου;
Γιατί
ἐναπόθεσε ἔτσι σιωπηλὰ
χάμω στὰ
σανίδια
τὴ μεγάλη κίτρινη πεταλοῦδα
καὶ τὰ χάρτινα λουλούδια
ποὺ ἤτανε μέσα
στὸ κεφάλι της;
τὸ μπαλσαμωμένο
πουλί
ποὺ ἤτανε μέσα στὸ κλουβί
τοῦ θώρακα
της;..
Γιατί;
Διότι
– εἶπε ἴσως ὁ πατέρας μου –
διότι
πρέπει νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης τὸ τσιγάρο του
τὸ μικρό παιδί
τὴν κούνια του
κι ὁ ποιητής
τὰ
μανιτάρια
του.
Διότι πρέπει
νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης τὴν
πλεκτάνη του
τό μικρό παιδί
τόν τάφο του
ὁ ποιητής τή ροκάνα
του.
Διότι πρέπει
νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης
τὸ σκεπάρνι του
τὸ μικρό παιδί τὸ
βλέμμα του
ὁ ποιητής
τὸ
ροκάνι του.
Νίκος Εγγονόπουλος - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ιππαλεκτρυών, 1939