Γλυκύς ὁ θάνατος δέν εἶναι πουθενά.
Λοιπόν, γιατί ὄχι εἰς τήν ξένην γῆν, ὅπου καί πιό σεμνή
ἡ μετάστασή μας
χωρίς ἐξόδια ἐγκώμια καί συχώρια
κι ὁ ξένος οὐρανός ἴσως πιό δίκαιος κριτής;
Δέν τήν κατάλαβα ποτέ τήν ἀπευχή τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου
– σά νά μήν ἤξερε τί ξενιτειά εἶναι κι ἡ γενέθλια γῆ,
ἡ γενέθλια μέρα μας κι ἡ μητρική μας γλώσσα…
Καί πῶς ζητᾶμε ἀπό τή μοίρα μας «νά μή…»
ἀφοῦ αὐτή μπορεῖ μόνο νά γράφει κι ὄχι νά ξεγράφει
κι εἴμαστε τό εἰλητάριό της
μπρός-πίσω νά μᾶς ξετυλίγει καί νά μᾶς τυλίγει
καί δέν ὁρίζει τό ἄγραφο
Αὐτά τίς νύχτες σκέφτομαι ὅπως γράφω καί ξεγράφω
ἐπιστολές σέ φίλους
πού χρόνια τώρα ζοῦν ἤ πέθαναν σέ ξένη γῆ σέ ξένη
ὥρα καί σέ ξένη γλώσσα
-πῶς κόπηκε σέ χρόνια ὁ χρόνος
πῶς κόπηκε σέ γλῶσσες ἡ μιλιά
πῶς ἔγιναν μεσημβρινοί τά μεσημέρια
καί σκόρπισαν παρέες καθώς τραβήξανε καθένας τή
δική του τύχη
κι τράπουλα μοιράστηκε
…ἐπιστολές σέ φίλους τοῦ «ἐξωτερικοῦ»
ἐνῶ εἶναι μέσα μου, στό «ἐνταῦθα».
Καί δέ μέ νοιάζει πού σέ ξένη γλώσσα γράφω
ὀνόματα καί διευθύνσεις
μά ἐκεῖ στήν ἡμερομηνία τά χάνω
γιατί ἀλλοῦ εἶναι αὔριο ἀλλοῦ εἶναι χτές
κι ἐδῶ εἶναι σήμερα
σήμερα καί σήμερα