Πέρα από τις κορυφές της επαρχίας Κάπτρι, δοξασμένες αγελάδες σουλατσάρουν στο χωματόδρομο. Από το βάθος, οι σιλουέτες των κάρων αχνοφαίνονται, ροζ, με μια ελαφρά πράσινη απόχρωση, σαν σκουριά ή σαν άλλο αίμα, παράξενο, που βάφει τη μια τους πλευρά. Οι σκλάβοι, στα χωράφια, ξεθεώνονται γυμνοί. Από τα κόκαλά τους ξεπετάγονται, αιχμηροί, οι υπαινιγμοί πως κάποτε θα ξεσηκωθούν. Προς το παρόν, μια εικόνα τους έχει παγώσει σε κάμψη. Για τη μάμα Κάρι, υποσχέσεις σαν αυτή είναι σκέτη συνήθεια. Σκλάβα υπήρξε και η ίδια προτού απλώσει τα σανδάλια της στο χώμα. Το άγιο. Τώρα κυκλοφορεί όπως μια θεότητα ανάμεσα στους θνητούς. Είναι στο χέρι της, ή όχι, να σ’ ελευθερώσει.
Η θαυματοποιός πηγή στην κωμόπολη Λιούτα, γύρω από την οποία σκύβουν εκατομμύρια πιστοί, οφείλει την ελαφρότητά της στο ψέμα. Αν κάνεις να σηκώσεις με το χέρι σου την επιφάνεια του νερού, θα βρεις κάτω από τα δάχτυλά σου ένα πλαστικό χαλί. Κι ακόμα πιο μέσα, στον πυθμένα, όλα τα κέρματα των ευχών κάθε άρρωστου, υγιούς ή απελπισμένου που ‘θελε κάποτε να λάμψει. Μα εμένα, πιο πολύ με ταράζουν τα νούφαρα στο νερό. Γιατί είναι τόσο όμορφα και ψεύτικα, ώστε μου έρχεται μια τρέλα, να τα ζωγραφίσω.
Η μάμα Κάρι με μαθαίνει ν’ απλώνω τα μολύβια μου στο χαρτί, χρωματιστά, κίτρινα όσο ένα φως. Πρώτα φτιάχνω τα περιγράμματα. Ύστερα τα γεμίζω μέσα. Με ευγνωμοσύνη, χορταίνω τις μορφές και τα σχήματα. Και είναι σα να τακτοποιώ ο ίδιος την πείνα μου. Σα να ταΐζω το πρόσωπο και τα χέρια μου με αγάπη. Από τη σάρκα και την αίσθηση της μάμα Κάρι. Ερωτεύομαι την καμπύλη απ’ το ανυπόταχτο πέλμα της, την περιμένω με αγωνία να διαγράψει ένα κύκλο πάνω στο χώμα. Να με κλείσει μέσα. Λαίμαργα, μα και υπομονετικά, βυζαίνω την ασφάλεια της ύπαρξης, που μου χάρισε ο προσωπικός της αγώνας.
Το βράδυ, τυλιγμένος μέσα στην κουνουπιέρα μου, απ’ τις τρύπες, βλέπω τη μάμα να γίνεται φωτάκι. Ακόμα καλύτερα, να μεταμορφώνεται σ’ ένα τεράστιο κουνούπι. Ξεσκεπάζομαι τότε και την αφήνω να μπει στη φωλιά μου. Κολλάει τρυφερά την εντομίσια προβοσκίδα της στην καρδιά μου και μου πίνει το αίμα. Μα αντί να μου παίρνει τη ζωή, μου τη χαρίζει. Λίγο, λίγο. (Ευλογημένη να είσαι, μάμα Κάρι).
Πρώτη δημοσίευση ©Μονόκλ
Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο “Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα” το 2014.