Απόσπασμα από τις σελίδες: 100,101.
Ο Άσσενμπαχ έβλεπε ταχτικά, σχεδόν χωρίς διακοπή, το μικρό Τάτζιο. Ο περιορισμένος χώρος και χρόνος για τον καθένα εκεί, τόφερνε έτσι που η ωραία αθωότητα να βρίσκεται καθημερινά κοντά του, με μικρές διακοπές. Τον έβλεπε, τον συναντούσε παντού: Στο ισόγειο του ξενοδοχείου, στους ολόδροσους περιπάτους με το βαποράκι απ’ την ακρογιαλιά στη πόλη και απ’ την πόλη στην ακρογιαλιά, ακόμα και στη λαμπρή πλατεία και πολύ συχνά και στους δρόμους και τα μονοπάτια, όταν τόφερνε η τύχη καμιά φορά. Πιο πολύ όμως, και ταχτικά είχε την ευκαιρία τα πρωινά στην ακρογιαλιά να αφοσιώνεται στην κατανυκτική μελέτη αυτής της υπέροχης εμφάνισης. Και μάλιστα, αυτή η πειθαρχία της ευδαιμονίας, η καθημερινά με ομοιομορφία ανατέλλουσα εύνοια των περιστάσεων, τον εγέμιζε με ικανοποίηση και χαρά για τη ζωή, έκανε πιο πολύτιμη τη διαμονή του και άφηνε τις ωραίες ημέρες να διαδέχονται η μία την άλλη και να περνούν ευχάριστα.
Είχε σηκωθεί νωρίς, καθώς το συνήθιζε, όταν το επέβαλε η ανάγκη για επείγουσα δουλειά και έφτασε απ’ τους πρώτους στην ακρογιαλιά, την ώρα που ο ήλιος ήταν αδύναμος και η θάλασσα, θαμπωτικά κατάλευκη, κείτονταν ξαπλωμένη μέσα στα πρωινά της όνειρα. Καλημέρισε εγκάρδια το φύλακα και τον ξυπόλυτο με τ’ άσπρα γένεια γέρο με οικειότητα, που του ετοίμασε τη θέση του, απλώνοντας την καφετιά τέντα του και βγάζοντας τα λίγα έπιπλα της καμπίνας του έξω, στο πλακόστρωτο. Και κάθησε. Θαχανε περάσει τρείς ή τέσσερις ώρες που ο ήλιος είχε ψηλώσει και αποκτήσει τη φοβερή του δύναμη, τρείς ή τέσσερις ώρες που η θάλασσα έπαιρνε όλο και πιο βαθυγάλαζο χρώμα, και θα είχε σε λίγο την ευτυχία να βλέπει τον Τάτζιο.
Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη
Τόμας Μανν - Θάνατος στη Βενετία – Ίνδικτος, 2017