Δημόσιο ψυχιατρείο. Ο Α. στο πρεβάζι του παραθύρου ακούει με προσοχή το κενό. Αναζητώντας τα άνω άκρα του, μονολογεί διακριτικά.
Ξέχασα τα χέρια μου στο τρόλεϊ. Ποιός ξέρει που θα καταλήξουν; Πως θα τους συμπεριφερθεί ο καινούργιος τους ιδιοκτήτης; Τα απολεσθέντα χέρια μου πιθανόν να βρίσκονται σε σώμα διαρρήκτη. Τη στιγμή αυτή, μπορεί να σπάνε κλειδαριές. Ίσως να στάθηκα τυχερός και να τα πήρε ο ακορντεονίστας που ανέβηκε στη Φιλελλήνων. Απίθανο να τα κρατήσει. Δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν το Ντο από το Ρε. Ίσως, τα βρήκε ο ερωτευμένος φοιτητής. Αν είναι έτσι, σύντομα θα κοκκινίσουν τα μάγουλά μου.
Κάποιο βράδυ, θα ξεψυχήσουν όλες μου οι απορίες. Άνθρωπος δεν υπάρχει να δει πόσο χαρούμενος είμαι. Μόνο το στρεβλό αυτό φως, που επιμένει να φέγγει τα τζάμια του κοινόχρηστου παραθύρου.