Κωστής Χριστοδούλου | Δύο ποιήματα

[Θυμέλη]

Θα σταθώ.
Στη μέση
της ορχήστρας.
Θα απεκδυθώ των ενδυμάτων του ρόλου
Θα ακουμπήσω τη μάσκα στη θυμέλη.
Θυσία στον Διόνυσο,
θεό των παθών και της αλήθειας μου.

Θα απαγγείλω λόγια τραγικά.
Όχι των μεγάλων τραγικών.
Αλλά του εντός μου δράματος.
Μόνος θεατής μου,
Εγώ.

Και εσύ.
Καθισμένη στα πέτρινα έδρανα.
Γδυτή με τη δική σου αλήθεια.
Θα σε κοιτάξω επίμονα
Εκεί που ο κύκλος του θεάτρου
διασπάται σε δύο μικρότερους.
Εκεί που παίζεται αιώνια το δράμα και η κωμωδία της ζωής.
Στα μάτια σου.

Θα αφήσω πρώτα τη σιωπή
να επιβληθεί.
Κι ύστερα,
θα φωνάξω.
Τη μια μόνη λέξη.

Κι εσύ θα εξαϋλωθείς.
Θα χωθείς στις αρχαίες ρωγμές.
Και θα είσαι παντού.
Είσαι παντού.

Θα γίνεις η κάθαρση που ψάχνεις και δεν έρχεται.
Ούτως ή άλλως δε με ενδιαφέρει η γήινη σου μορφή.
Αυτό που υπηρετώ είναι η ιδέα σου.

Και εκεί,
στο κέντρο του θεάτρου,
θα αφήσω τη ζωή μου να πετάξει.



[Το στάχυ]

Γράφω εκπνέοντας
γιατί είναι ο χείμαρρος σου που με σέρνει
στα χωράφια που ξημερώνει η πεταλούδα.

Και είσαι απ’ το στάχυ η κεραία
η πιο ψηλή.
Αυτή που άνεμος κρατά ακίνητη.

Στην ανθολογία των μαλλιών σου
θα ζυγίσω το περσινό κρασί.

Και θα εγείρω πρόποσιν
στην ακμή του σπασμένου γυαλιού.
Εκείνη που σε ματώνει.

Όχι.
Δε θα κοιτάξω βαθιά στο μαύρο,
το βάραθρο που υψώνεις.


Ο Κωστής Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Αρχαιολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Γλασκώβης. Εργάστηκε επί χρόνια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Επί του παρόντος εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο.