Στούς πολυσύχναστους τόπους εἶναι οἱ πιό μεγάλες σιωπές, στούς τόπους τούς συχναζόμενους ἀπό ἀπήδαλους τό μεσημέρι.
Βαδίζω, βαδίζετε σ’ ἕνα τόπο μέ ψηλές ράχες ὅλο μελισσόχορτο, ὅπου ἀπλώνουν τήν πλύση τῶν Μεγάλων.
Δρασκελᾶμε τό φόρεμα τῆς Βασίλισσας, ὅλο νταντέλα μέ δυό οὔγιες χρῶμα μελαψό (ἄ! πῶς τό ξυνό γυναικεῖο κορμί ξέρει νά λεκιάζει ἕνα φόρεμα στή μεριά τῆς ἀμασχάλης!).
Δρασκελᾶμε τό φόρεμα τῆς κόρης της, ὅλο νταντέλα μέ δυό οὔγιες χρῶμα ζωηρό (ἄ! πῶς ἡ γλῶσσα τῆς σαύρας ξέρει νά συνάζει τά μυρμήγκια στή μεριά τῆς ἀμασχάλης!).
Κι ἴσως πρίν καλά καλά κυλήσει ἡ μέρα ὁ ἴδιος ἄντρας θά ἔχει κορώσει γιά μιά γυναῖκα καί για τήν κόρη της.
Σοφό γέλιο τῶν νεκρῶν, ἄς μᾶς ξεφλουδίσουν τοῦτα τά φροῦτα!..Πῶς λοιπόν! Δέν ὑπάρχει πιά χάρη στόν κόσμο κάτω ἀπ’ τ’ ἀγριοτριανταφυλλο;
Σιμώνει, ἀπό τούτη τή μεριά τοῦ κόσμου, μιά μεγάλη συφορά μενεξεδιά πάνω στά νερά. Ὁ ἄνεμος σηκώνεται. Ἄνεμος θαλασσινός. Κι ἡ πλύση σκορπίζεται! Σάν ἱερέας πού τόν κάναν κομμάτια…
Saint – John Perse
Μετάφραση: Τάκης Παπατσώνης