Τά παιδιά τῶν νεκρῶν πᾶνε νά παίξουν
στο κοιμητήρι
ὁ Μαρτέν ἡ Γερτρούδη κι ὁ Χάνς μέ τόν Ἐρρίκο
κανένας κόκορας δέν τραγούδησε σήμερα
κικιρίκο.
Οἱ γριοῦλες
χύνοντας δάκρυα περπατᾶνε
καί τά καλά τά γαϊδουράκια
κράζοντας χί χάν τρῶνε τά λουλουδάκια
ἀπό τά νεκρικά στεφάνια
Εἶναι τῶν νεκρῶν ἡ ἡμέρα
κι ὅλων τους τῶν ψυχῶν πού ἐφυγαν πέρα.
Οἱ γριοῦλες καί τά παιδάκια
ἀνάβουνε λαμπάδες καί κεράκια
σ’ ὅλους τούς τάφους τῶν Καθολικῶν
τά πέπλα τῶν γριῶν
καί τά σύννεφα τῶν οὐρανῶν
μέ κατσικίσια γένια μοιάζουν.
Τρέμει ὁ ἀέρας ἀπό προσευχές καί φλόγες
Ἕνας ὄμορφος κῆπος εἶναι τό κοιμητήρι
γιομάτος ροσμαρίνια καί γκρίζες ἰτιές
φίλων, συχνά, πού θάβουν, χωνευτήρι,
ἄ, τί καλά πού εἴσαστε στό ὡραῖο κοιμητήρι
ζητιάνοι πού ψοφήσατε μεθώντας ἀπό μπὐρα
κι εσεῖς οἱ ἀόμματοι ἴδιοι μέ τή μοίρα
κι εσεῖς μικρά παιδιά πού ξεψυχήσατε
πάνω στήν προσευχή σας ὅταν εἴσαστε.
Ἄ! Τί καλά πού εἴσαστε στό ὡραῖο κοιμητήρι
ἐσεῖς Δημάρχοι, ἐσεῖς βαρκἀρηδες
κι ἐσεῖς οἱ σύμβουλοι τῆς ἀντιβασιλείας
κι ἐσεῖς ἀκόμα, γύφτοι πού δέν ἔχετε χαρτιά
σᾶς σαπίζει ἡ ζωή μές στήν κοιλιά
καί μᾶς σπρώχνει ὁ σταυρός ἀνάμεσα στά πόδια
Τοῦ Ρήνου ὁ ἄνεμος οὐρλιάζει
μ’ ὅλες τίς κουκουβάγιες
καί σβήνει τά κεριά
πού πάντοτε τά ξανανάφτουν τά παιδιά
καί τά νεκρά τά φύλλα
σκεπάζουνε τούς πεθαμένους.
Πεθαμένα παιδιά κάποτε κουβεντιάζουν
μέ τίς μητέρες τους
κι ἄλλοτε κάποιοι πεθαμένοι
θά ‘θελαν νά ξαναγυρίσουν στίς ἡμέρες τους.
Ὤ! Σήμερα δέν θά ‘θελα νά βγεῖς
γιατί εἶναι τό φθινόπωρο γεμάτο
ἀπό κομμένα χέρια
ὄχι ὄχι πρόκειται γιά τά νεκρά τά φύλλα
εἶναι τά χέρια τῶν ἀγαπημένων μας πού ἔχουν πεθάνει
κι εἶναι τά κομμένα χέρια σου
τόσο πολύ κλάψαμε σήμερα
μ’ αὐτούς τούς νεκροὐς μέ τά παιδιά τους
καί τίς γριοῦλες
Μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης