Stefan Zweig | Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και H αόρατη συλλογή

Ο ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΜΕΝΤΕΛ

(Απόσπασμα από τις σελίδες: 24,25,26)

Πήγαμε λοιπόν οἱ δυό μας στό Καφέ Γκλούκ, καί νά τονε καθισμένος ἐκεῖ, ὁ Βιβλιομέντελος, διοπτροφόρος, γενειοφόρος, μαυροντυμένος, διαβάζοντας νά λικνίζεται σάν θάμνος σκοτεινός στόν ἄνεμο. Μπήκαμε μέσα, δέν μᾶς ἀντιλήφθηκε. Μόνο καθόταν καί διάβαζε καί σάν παγόδα λίκνιζε τό πάνω μέρος τοῦ κορμιοῦ του πέρα-δῶθε πάνω ἀπ’το τραπέζι καί στήν κρεμάστρα πίσω του κουνιόταν το τριμμένο μαῦρο παλτό του σάν ἐκκρεμές, παραγεμισμένο κι αὐτό ἀπ’τήν μιάν ἄκρη ὥς τήν ἄλλη μέ ἐφημερίδες καί χαρτομάνι. Γιά νά ἀνακοινώσει τήν ἄφιξή μας ὁ φίλος μου ἔβηξε δυνατά. Ὁ Μέντελ ὅμως, μέ τά χοντρά γυαλιά του κολλημένα στό βιβλίο, οὔτε καί τώρα ἀντιλήφθηκε τό παραμικρό. Ἐντέλει ὁ φίλος μου χτύπησε μέ τό χέρι τήν ἐπιφάνεια τοῦ τραπεζιοῦ, δυνατά καί καθαρά, ὅπως ἀκριβῶς χτυπᾶ κανείς μιά πόρτα. Τότε, ἐπιτέλους ὁ Μέντελ σήκωσε τό βλέμμα. Μηχανικά βιάστηκε νά σηκώσει στό μέτωπο τά χοντρά γυαλιά του μέ τόν ἀτσάλινο σκελετό ͘ κάτω ἀπό τά πεταχτά σταχτόγκριζα φρύδια του μᾶς κάρφωσαν δυό μάτια παράξενα, μικρά, μαῦρα, ξύπνια μάτια, εὔστροφα, αἰχμηρά καί κινητικά σάν τή γλώσσα τοῦ φιδιοῦ. Ὁ φίλος μου μέ σύστησε κι ἐγώ ἔθεσα τό αἴτημά μου φροντίζοντας πρῶτα νά παραπονεθῶ, δῆθεν ἐξοργισμένος, γιά τόν βιβλιοθηκάριο πού δέν θέλησε νά μοῦ δώσει πληροφορίες (ὁ φίλος μου μέ εἶχε ρητά ὀρμηνεύσει νά μεταχειριστῶ αὐτόν τό δόλο). Ὁ Μέντελ ἀκούμπησε πίσω κι ἔφτυσε ἐπιμελῶς. Μετά κάγχασε κοφτά, μέ τήν ἔντονη προφορά τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν: ” Ὄχι δέν θέλησε, δέν μπρόρεσε! Ἕνας ντενεκές εἶναι, ἔνα βόδι ἀσπρομάλλικο. Τόν ξέρω, πού νά μήν τόν ἤξερα, εἴκοσι χρόνια ὁλόκληρα τόν ξέρω ἀλλά ντίπ δέν ἔμαθε. Αὐτοί τό μόνο πού ξέρουν εἶναι νά τσεπώνουν τό μισθό! Μωρ’ πέτρες ἔπρεπε να κουβαλᾶνε οἱ προφέσορες σάν τοῦ λόγου του, ὄχι νά κάθονται μέ τα βιβλία ἀντάμα”.


Η ΑΟΡΑΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

(Απόσπασμα από τις σελίδες: 89,90,91)

” Ἀπ’ὅταν ἤμουν παιδί πάντα μοῦ ἐρχόταν ἄβολο νά ἔρχομαι ἀντιμέτωπος μέ τυφλούς. Μέ καταλάμβανε ντροπή κι ἀμηχανία πού ἕναν ἄνθρωπο τόν ἔνιωθα ἀπόλυτα ζωντανό, ξέροντας ταυτόχρονα πώς οἱ δικές του αἰσθήσεις δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά με προσλάβει μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως ἐγώ αὐτόν. Καί τώρα ἔπρεπε πάλι νά ξεπεράσω μιά πρώτη τρομάρα στή θέα τούτων τῶν ματιῶν, πού ἄκαμπτα καί νεκρά καρφώνονταν στό κενό κάτω ἀπό ἀτίθασα, φουντωτά, λευκά φρύδια. Μά ὁ τυφλός δέν μοῦ ἄφησε χρόνο να νιώσω τοῦτο τό μάγκωμα, γιατί δέν πρόλαβα καλά καλά ν’ ἀγγίξω τό χέρι του κι ἔσφιξε μέ δύναμη τό δικό μου, καλωσορίζοντάς με ἐκ νέου μέ μιά θορυβώδη καί θερμή ἐγκαρδιότητα: “Σπάνια ἐπίσκεψη”, εἶπε μ’ἕνα πλατύ χαμόγελο, “ἀληθινό θαῦμα πού ξεστράτισε κατά τά μέρη μας ἕνας ἀπό τούς ἄρχοντες του Βερολίνου… Πρέπει ὅμως νά ‘μαστε προσεχτικοί ὅταν ἕνας ἔμπορος βγαίνει στη γύρα… Στό σπίτι μας λέγαμε πάντα: Κλεῖστε τίς πόρτες καί τίς τσέπες ὅταν ἔρχονται οἱ τσιγγάνοι… Ναί, μπορῶ νά φανταστῶ γιατί μέ ψάχνετε… Οἱ δουλειές δέν πᾶνε καλά τή σήμερον ἡμέρα στή φτωχή τή Γερμανία μας, πού πῆρε τήν κάτω βόλτα. Δέν ἔχει πιά ἀγοραστές, κι οἱ μεγάλοι ἄρχοντες θυμοῦνται ξανά τούς παλιούς πελάτες τους καί ψάχνουν τό παλιό τους τό κοπάδι σάν τούς τσοπάνηδες. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι μέ μένα ἀτυχήσατε. Ἐμεῖς οἱ φτωχοί, οἱ γερο-συνταξιοῦχοι, λέμε δόξα σοι ὁ Θεός σάν ἔχουμε ἕνα κομμάτι ψωμί στό τραπέζι μας. Δεν μποροῦμε πιά νά σᾶς παρακολουθήσουμε σέ τούτη τήν τρελή κούρσα τῶν τιμῶν… Ἕνας σάν καί τοῦ λόγου μας εἶναι ἀποκλεισμένος διά παντός”.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Τοπάλη
Stefan Zweig -  Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ. H αόρατη συλλογή - Εκδόσεις Άγρα, 2010

Αφήστε μια απάντηση