Έτσι, το πικρό ερώτημα το οποίο απορρέει από το δυσανάγνωστο περιεχόμενο του “κόσμου”, από αυτό τον ασύλληπτο διάλογο, το “προς τι όλα αυτά;” δεν είναι παρά μόνο ένα ρητορικό ερώτημα για να χαλιναγωγηθεί το αδάμαστο, ένα δίχτυ για να παγιδευτεί το άπειρο, μια γλώσσα για να μεταφραστεί η σπίθα, κι έτσι ο κόσμος και το νόημά του είναι ένα και το αυτό. Ένα νόημα που, όπως ένα χέρι ξετυλίγει και μετά τυλίγει σε κουβάρι τους φαινομενικά διαλυμένους μίτους αυτής της αινιγματικής δίνης, θα τον στήριζε όπως το τσιμέντο στηρίζει το οικοδόμημα, μόνο που, χαμογέλασε πλησιάζοντας τη ζέστη που διέχεε η σόμπα, αν ποτέ αυτό το χέρι, όπως αυτός τώρα, χαλάρωνε αυτούς τους μίτους, ο ταραγμένος διάλογος θα συνεχιζόταν και το οικοδόμημα δεν θα κατέρρεε. Δεν θα κατέρρεε όπως δεν κατέρρευσε ο ίδιος, παρόλο που, αυτή την αίσθηση είχε, είχε χαλαρώσει τους δεσμούς με όλα εκείνα με τα οποία αισθανόταν δεμένος ͘ και από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η σκέψη οδηγούσε, είτε σε μια υπερβολική πλάνη, είτε σε μια αναιτιολόγητη απελπισία, όταν άφησε το σαλόνι και μπήκε στο χολ, σταμάτησε να σκέφτεται ͘ δεν ήταν ούτε φυγή ούτε παραίτηση, απλώς μόλις τώρα απελευθερωνόταν από το πάθος του της αυτοανάλυσης, κι όπως τότε, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου με τον Φράχμπεργκερ, είχε εγκαταλείψει τη μουσική και είχε βάλει τέλος σε μια αυταπάτη, τώρα, με τρόπο πραγματικά επαναστατικό, έβαλε τέλος στην οδυνηρή απελπισία του. Τέρμα οι αναρίθμητες στιγμές του χθες όταν ζούσε με αυταπάτες και, για να διατηρήσει την κοινωνική του θέση, δεν σταματούσε να χάνεται ο ίδιος , τέρμα αυτή η βλακώδης ανάγκη να παίρνει θέση, αφού τώρα πια μπορούσε επιτέλους να “κρίνει” τον ρόλο του στην πραγματική του διάσταση, τέρμα, όλα αυτά τέρμα, είπε από μέσα του ο Έστερ εκείνη τη στιγμή, είχε την εντύπωση πως “άκουσε”, εκείνη την ιστορική βραδιά, να καταρρέει όλη η ζωή του, κι αν πριν το κάθε λεπτό ήταν μια σπουδή -μια σπουδή “προς τα μπρος”, για να αποκτήσει ή να αποφύγει κάτι-, τελειώνοντας την επιθεώρησή του, μπροστά στην τελευταία καρφωμένη σανίδα, ήξερε πια με βεβαιότητα πως επιτέλους κατάφερε να σταματήσει να τρέχει, κατάφερε να πατά γερά στο έδαφος, και μετά από τόσες προετοιμασίες, να μπορεί να μείνει “κάπου” ήσυχα. Έμεινε ακίνητος, με το σφυρί στο χέρι, μέσα στο φιλτραρισμένο φως του διαδρόμου και, ενώ απολάμβανε την “ευτυχία του νέου ευρήματός του”, έπεσε το βλέμμα του σ’ ένα από αυτά τα περίφημα καρφιά, για την ακρίβεια, στο σταγονίδιο φωτός, το περιεχόμενο από τη φωτεινότητα του σαλονιού που έμπαινε από την πόρτα η οποία είχε μείνει ανοιχτή ή από την πλαφονιέρα πάνω από το κεφάλι του που έσταζε σαν ιδρώτας, την κοίταξε σαν μια τελεία στο τέλος μιας φράσης, αφού εκείνη η στιγμή και εκείνο το μέρος σηματοδοτούσαν το τέλος στη σφαιρικής του επισκόπησης και επίσης του τελευταίου του συλλογισμού, προκειμένου, επικαλούμενος μια τελευταία φορά την ακράδαντη λογική και μετά από αυτή τη δύσκολη παράκαμψη, να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής του: στη δίχως προηγούμενο ελαφράδα των βημάτων του πάνω στον δρόμο της επιστροφής.
[Σελ. 244, 245]
Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου
László Krasznahorkai - Η μελαγχολία της αντίστασης - Πόλις, 2016