Ποια Κομπαρσίτα;
“Τι δεν κατάλαβες; Ποιό είναι αυτό που δεν κατάλαβες; Ότι ένα ακορντεόν δεν είναι δώρο γάμου; Παίζω εγώ ακορντεόν; Παίζει η Ελένη; Όχι, κι ούτε έχουμε σκοπό να μάθουμε. Λοιπόν, τι δεν κατάλαβες; Γιατί δεν ρώτησες πριν το αγοράσεις; Ας μας έδινες τα χρήματα τουλάχιστον, όχι πήγες και τα πέταξες για ένα ακορντεόν. Ποιό παιδί; Το παιδί είναι δεκαπέντε χρονών και παίζει πιάνο, θα το αναγκάσουμε τώρα να μάθει και ακορντεόν; Θα πω εγώ στην Ελένη να μάθει το παιδί της ακορντεόν ή μήπως ξέχασες ότι δεν είναι δικό μου παιδί, ότι πατέρας του είναι άλλος; Θα μας βάλεις να χωρίσουμε ακόμα δεν παντρευτήκαμε; Ποιά Κομπαρσίτα, τι κλαψουρίζεις; Τι τανγκό λες; Σοβαρά μιλάς; Να σου παίξει στα γεράματα τανγκό; Στα γεράματα τανγκό – είσαι καλά; Το πιάνο δεν σου κάνει; Κι έπειτα, ποιά γεράματα, ρε πατέρα, πόσο νομίζεις ότι θα ζήσεις ακόμα; Είσαι ήδη 80, μέχρι να μάθει το παιδί ακορντεόν θα γίνεις 90, αν γίνεις. Τι έπαθες τώρα; Γιατί κλαίς;” Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο Χάρος που άκουσε το 80 και θυμήθηκε να κάνει τη δουλειά που είχε λησμονήσει να κάνει. Δυο χρόνια μετά, βρισκόμαστε στο ίδιο σαλόνι. Ο γιος του θανόντος, που του άρεσαν τα τανγκό, προσπαθεί να παίξει στο ακορντεόν την Κομπαρσίτα. Η φριχτά κακοποιημένη μελωδία συγχέεται με τον ήχο ενός πιάνου που σταματάει απότομα. Κι ενώ αρχίζουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους, ακούγεται η φωνή ενός εφήβου που ουρλιάζει. “Ρε πατέρα, μας πέθανες. Δεν πας έξω να βρεις καμιά γωνιά, μπας και μαζέψεις και κανένα φράγκο;”. FIN.
Μάριος Ποντίκας
Μάριος Ποντίκας - Κουταμάρες (Και μια εξυπνάδα) Β' Τόμος - Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014