Ἔρχονται μέρες πού ξεχνάω πῶς μέ λένε.
Ἔρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ὁμίχλες
τ’ ἀλεύρι γίνεται σπυρί ὕστερα στάχυ
θροΐζει μέ πολλά δρεπάνια
ἁψύς Ἰούλιος στή μέση τοῦ χειμώνα.
Βλέπω τό ὑφαντό τοῦ κόσμου νά ξηλώνεται
ἀόρατο τό χέρι πού ξηλώνει
καί τρέμω μήν κοπεῖ τό νῆμα.
Νῆμα νεροῦ στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σέ βρύα και λειχῆνες
νιφάδα-χνούδι τῶν βουνῶν
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι ἄξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στήν κιβωτό τῆς μήτρας.
Ἀρχαῖο σκοτάδι τήκεται καί τρίζει
ἀχειροποίητη φλογίτσα πού τό γλείφει.
Συναγωγές ὑδάτων ὑετοί πρόγονοι παγετῶνες
στήν πάχνη ἀκόμη τῆς ἀνωνυμίας.
Μιχάλης Γκανάς - Παραλογή - Εκδόσεις Καστανιώτη, 1993