Κεφάλαιο 16. Σελίδες, 58, 59, 60.
“Σ’ ΑΓΑΠΩ. ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΑ ΑΜΕΣΩΣ ότι το “σε” ακούγεται λάθος. Αλλά ούτε το “σας αγαπώ” θα ταίριαζε. Πιθανώς να πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό, όταν το “σ’ αγαπώ” ακούγεται λάθος. Αλλά “εκ γαρ του περισσεύματος της καρδιάς, το στόμα λαλεί”.* Ήθελα λοιπόν να της εξομολογηθώ τον έρωτά μου, ώστε το “σε” ν’ ακουστεί σωστά.
“Συνέβη όταν μ’ επισκέφτηκες μόνη σου στο γραφείο. Μου μίλησες για την αγάπη, για το ότι μια γυναίκα είναι ερωμένη, μητέρα, αδερφή, κόρη, όταν αγαπιέται αληθινά, για την ευτυχία της αγάπης που είναι τόσο μεγάλη, ώστε ακόμη και ο Θεός να τη ζηλεύει. Χαμογέλασες. Ένα χαμόγελο ευτυχισμένο, πονεμένο, σοφό, που έκρυβε μια υπόσχεση…Όχι, τίποτα δεν μου υποσχέθηκες, τίποτα που να μπορώ να επικαλεστώ για να σε κρατήσω κοντά μου, για όνομα του Θεού η υπόσχεσή σου ήταν μια… υπερβατική υπόσχεση, ξέρεις, μιλούσες για την αγάπη και τις γυναίκες καθαυτές. Αλλά για μένα είσαι η μοναδική γυναίκα και το να σ’ αγαπώ και να μ’ αγαπάς θα ήταν…”.
“Σσσς”. Με χάιδεψε πάλι στον ώμο τραβώντας με κοντά της. “Σσσς”. Σταμάτησα να μιλάω, ελπίζοντας ότι αυτή η αγκαλιά δεν θα τέλειωνε ποτέ, και έκλεισα τα μάτια. “Αν θέλεις πραγματικά να με βοηθήσεις…”
“Τί;” Άνοιξα τα μάτια. “Τί;”.
“Μπορείς…” διέκοψε τη φράση της, πήρε το χέρι της από τον ώμο μου και ίσιωσε το σώμα της. Το ίδιο έκανα κι εγώ.
Άρχισε εντέλει να μιλάει, στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια όλο και πιο αποφασιστικά.
“Την Κυριακή θα πάμε στον Γκούντλαχ… Ο Καρλ σίγουρα δεν θα θελήσει να πάρουμε το αυτοκίνητό μου, αλλά το βανάκι του, το Φολκσβάγκεν. Μπορώ…μπορώ να σου δώσω το δεύτερο κλειδί, έτσι ώστε, όταν εμείς οι τρείς θα βρισκόμαστε μέσα στο σπίτι, εσύ να μπεις αθόρυβα στο αυτοκίνητο και να κρυφτείς κάτω από το τιμόνι. Μόλις ο Καρλ μεταφέρει τον πίνακα από το σπίτι, τον τοποθετήσει στο βαν και κλείσει την πόρτα… θα βάλεις μπρος και θα ξεκινήσεις αμέσως. Απ’ αυτό εξαρτώνται όλα. Αν τυχών καταφέρει ν’ ανοίξει μια από τις πόρτες και να πηδήσει μέσα, όλα τελείωσαν. Αν όχι… Είμαι σίγουρη ότι ο Καρλ θα πιστέψει ότι ο Γκούντλαχ τον εξαπάτησε, θα επιστρέψει λοιπόν στο σπίτι, θα τον κατηγορήσει και, ενόσω διαπληκτίζονται, θα βρω την ευκαιρία και θα φύγω χωρίς να με καταλάβουν. Κάτω ακριβώς από το σπίτι του Γκούντλαχ ο δρόμος κάνει μια στροφή, εκεί όπου τελειώνει ο κήπος. Θα σκαρφαλώσω τον τοίχο και θα μπω στο βαν. Εκεί θα με περιμένεις”.
Προσπάθησα να φαίνομαι τόσο ψύχραιμος όσο ήταν εκείνη καθώς μου ανέπτυσσε το σχέδιό της. “Θα παρκάρει ο Σβιντ με τέτοιον τρόπο που να μη χρειαστεί να κάνω μανούβρα;”.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. “Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό. Ούτε η πόρτα της κεντρικής εισόδου πρέπει να σε απασχολεί. Κλείνει μόνο τη νύχτα.”. Μου χαμογέλασε. “Αν βάλεις μπρος και φύγεις μόλις κλείσει η πόρτα του βαν, και εγώ τρέξω μόλις οι άντρες μου αρχίσουν να τσακώνονται, θα τα καταφέρουμε”.
Δεν μου άρεσε που μιλούσε για τους άντρες της, αλλά δεν είπα τίποτα. Προσπάθησα να συνδυάσω στον νου μου το κατηφορικό έδαφος στο οποίο ήταν χτισμένη η οικία Γκούντλαχ, την απόσταση από την κεντρική είσοδο μέχρι το σπίτι, τη βλάστηση του κήπου, το πάρκινγκ. Ναι, θα μπορούσα να γλιστρήσω στο Φόλκσβάγκεν χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Ωστόσο, δεν ήξερα τι θα γινόταν αν το πράγμα πήγαινε στραβά. Ξεπερνούσα ένα όριο, το οποίο δεν είχα ξεπεράσει ποτέ στη ζωή μου. Ήμουν όμως αποφασισμένος. “Όταν επιβιβαστείς στο αυτοκίνητο…πού θα πάμε μετά;”
Μου χάιδεψε ξανά το κεφάλι. “Εσύ πού λες;”
* Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, Κεφ. 12, 34, Καινή Διαθήκη. (Σ.τ.Μ)
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Bernhard Schlink - Η γυναίκα στη σκάλα - Κριτική, 2016