Don DeLillo | Λευκός θόρυβος

Απόσπασμα από το κεφάλαιο 15. Σελίδες 95,96.


Έβαλα τα σκούρα μου μαύρα γυαλιά, πήρα σοβαρό ύφος και μπήκα στην αίθουσα. Είχαν μαζευτεί εκεί καμιά εικοσιπενταριά νέοι, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με ελαφρά φθινοπωρινά ρούχα, σκορπισμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες και κάτω από μπεζ χαλί. Ο Μάρρεϋ περπατούσε ανάμεσά τους ανάμεσά τους, μιλώντας, με το δεξί του χέρι να τρέμει μ’ ένα κάποιο στίλ. Με είδε και χαμογέλασε αμήχανα. Στήθηκα στον τοίχο, προσπαθώντας να είμαι επιβλητικός, με τα χέρια μου διπλωμένα κάτω από τη μαύρη τήβεννο.
Ο Μάρρεϋ ήταν στη μέση κάποιου ψυχοπονετικού μονολόγου.
– Ήξερε τάχα η μητέρα του Πρίσλεϋ ότι ο γιός της θα πέθαινε νέος; Μιλούσε για τη ζωή του. Μιλούσε για δολοφόνους. Μιλούσε για ένα σταρ αυτής της κατηγορίας κι αυτού του μεγαλείου. Μήπως τέτοιων ανθρώπων η ζωή δεν είναι έτσι που να τους πεθαίνει πρόωρα; Υπάρχουν μήπως κανόνες και οδηγίες; Αν δεν έχεις τη λεπτότητα και την εξυπνάδα να πεθάνεις νωρίς, ίσως να αναγκαστείς να εξαφανιστείς, αργότερα, να κρυφτείς από ντροπή που δεν το έκανες, σαν να ζητάς συγγνώμη. Η μητέρα του ανησυχούσε για τις υπνοβασίες του. Φοβόταν μην πέσει από κανένα παράθυρο. Έχω μια υποψία για τις μανάδες, πως πραγματικά ξέρουν. Οι λαϊκοί μύθοι είναι σωστοί.
– Ο Χίτλερ λάτρευε τη μητέρα του, είπα.
Ξαφνική άνοδος της προσοχής στο ακροατήριο, αναγνωρίσιμη από ξαφνική ακινησία και μια εσωτερική ένταση. Ο Μάρρεϋ συνέχισε βέβαια να κινείται αλλά λίγο πιο αποφασιστικά, ανοίγοντας το δρόμο του ανάμεσα στις καρέκλες και αυτούς που κάθονταν στο πάτωμα. Ακούμπησα στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα.
– Στον Έλβις και την Γκλάντυς άρεσε να αγκαλιάζονται και να χαϊδολογούνται, είπε. Κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι μέχρι που έγινε άντρας. Μιλούσαν ο ένας στον άλλο μωρουδίστικα.
– Ο Χίτλερ ήταν τεμπέλικο παιδί, είπα. Ο έλεγχός του ήταν γεμάτος με βαθμούς “κάτω του μετρίου”. Αλλά η Κλάρα τον αγαπούσε, του έκανε τα χατίρια, του έδινε την προσοχή που δεν είχε από τον πατέρα του. Ήταν μια ήσυχη γυναίκα, σεμνή και θρήσκα, καλή μαγείρισσα και νοικοκυρά.
– Η Γκλάντυς πήγαινε κι έφερνε τον Έλβις από το σχολείο, είπε ο Μάρρεϋ. Τον υπεράσπιζε στα επεισόδια του δρόμου, ορμούσε σ’ όποιο παιδί προσπαθούσε να τον πειράξει.
– Ο Χίτλερ είχε φαντασιώσεις. Έκανε μαθήματα πιάνου, έκανε σκίτσα από μουσεία. Κλεινόταν στο σπίτι. Η Κλάρα τα υπέθαλπε όλα. Ήταν το πρώτο από τα τρία παιδία της που επέζησε. Τα άλλα είχαν πεθάνει μικρά.
– Ο Έλβις τα έλεγε όλα στην Γκλάντυς, είπε ο Μάρρεϋ. Έφερνε τις φιλεναδούλες του στο σπίτι να την γνωρίσουν.
–  Ο Χίτλερ έγραψε ένα ποίημα για τη μητέρα του. Η μητέρα του και η ανιψιά του ήταν οι γυναίκες με την ισχυρότερη επιρροή στη σκέψη του.
– Όταν ο Έλβις πήγε στο στρατό, η Γκλάντυς αρρώστησε κι έπαθε κατάθλιψη. Κάτι υποψιάστηκε ίσως και για τον ίδιο της τον εαυτό. Η ψυχή της έστελνε ανησυχητικά σήματα. Προαίσθηση και μαυρίλα.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χίτλερ ήταν αυτό που λέμε παιδί της μαμάς του.
Ένας νεαρός που κρατούσε σημειώσεις, μουρμούρισε αφηρημένα “Muttersöhnchen. Τον κοίταξα επιφυλακτικά. Μια διάθεση να κινηθώ με έκανε να εγκαταλείψω τη θέση μου στον τοίχο κι άρχισα κι εγώ να κόβω βόλτες στο χώρο, όπως ο Μάρρεϋ. Στεκόμουν ν’ ακούσω ή να χειρονομήσω, να ρίξω μια ματιά έξω από το παράθυρο ή να χαζέψω στο ταβάνι.

 Μετάφραση: Πέτρος Αμπατζόγλου
 
 Don DeLillo -  Λευκός θόρυβος - Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1991

Αφήστε μια απάντηση