(Στόν Harry Clifton)
Ἔχω ἀκούσει πώς οἱ ὑστερικές γυναῖκες λέν
Ὃτι κουράστικαν ἀπ’ τά δοξάρια ἤ τίς παλέτες,
Βαρέθηκαν τούς ποιητές πού πάντα εἶν’ εὔθυμοι,
Γιατί ἀσφαλῶς ὅλοι τό ξέρουν, ἀλλιῶς θά πρέπει νά τό μάθουν,
Ὅτι ἄν δέν ληφθοῦν μέτρα σωστά καί δραστικά
Θα βγοῦν τ’ ἀεροπλάνα καί τά Ζέππελιν
Κι ὅπως ὁ Βασιλέας Μπίλλυ θά μᾶς μπομπαρδίσουν
Κι ἡ πόλη μας θά γίνει σαν ταψί.
Ὅλοι στό τραγικό τους ἔργο παίζουν ͘
Νά τος ὁ Ἅμλετ πού περνάει κορδωμένος, νά καί ὁ Λήρ,
Νά κι ἡ Ὀφηλία κι ἡ Κορντήλια ͘
Ὅμως αὐτοί, ὃταν φτάνει ἡ τελευταία σκηνή
Καί πλησιάζει ἡ ὣρα τῆς αὐλαίας,
Ἄν τό μεγάλο τους ρόλο αξίζουν
Δέ θά ξεσπάσουν σέ λυγμούς. Ξέρουν αὐτοί:
Ὁ Ἅμλετ και ο Λήρ εἶν’ εὔθυμοι
Κι ἡ εὐθυμία τους μεταμορφώνει ὅλο τόν τρόμο.
Ὅλοι γυρέψαν, ὅλοι βρῆκαν, ὅλοι χάσαν ͘
Κενό ͘ καί μές στό νοῦ φλέγεται ὁ οὐρανός:
Ἡ πιό μεγάλη στιγμή τῆς τραγωδίας.
Κι ἄν πέσουν ὅλες οἱ αὐλαῖες μονομιᾶς,
Κι ἄν πέσουν σ’ ἑκατό χιλιάδες θέατρα,
Δέ μεγαλώνει ἡ τραγωδία γιά μιάν ἴντσα ἤ μιάν οὐγγιά.
Ἤρθανε μέ τά πόδια, ἤρθανε μέ καράβια,
Ἤρθανε μέ καμῆλες, μ’ ἄλογα, καί μέ γαϊδούρια ἤρθανε καί μέ μουλάρια
Κάποιοι ἀρχαῖοι πολιτισμοί ἀφανισμένοι.
Χάθηκαν κι αὐτοί καί ἡ σοφία τους:
Κανένα ἔργο τοῦ Καλλίμαχου δέ βρίσκεται,
Αὐτοῦ πού δούλευε τό μάρμαρο λές κι ἤτανε χαλκός
Καί λάξευε πτυχές, λές ὑφασμάτινες, πού ‘μοιαζαν ν’ ανεμίζουν
Ὅταν περνοῦσαν ἄνεμοι θαλασσινοί ͘
Κι ἡ μακριά του λάμπα, στό σχῆμα τοῦ κορμοῦ
Ἑνός φοίνικα λιγνοῦ, στάθηκε μόνο γιά μιά μέρα.
Ὅλα γκρεμίζονται και ὅλα ξαναχτίζονται,
Κι ὅσοι τά ξαναχτίζουν εῖν’εὔθυμοι καί πάλι.
Δύο Κινέζοι, πίσω τους ἕνας τρίτος,
Σκαλισμένοι σέ λαμπερή γαλάζια πέτρα
Καί πάνω ἀπ’ αὐτούς πετάει μακροπόδαρο πουλί,
Σύμβολο τῆς μακροζωίας.
Ὁ τρίτος, τό δίχως ἄλλο ὑπηρέτης,
Ἔχει μαζί του ὄργανο μουσικό.
Κάθε λεκιά τῆς πέτρας,
Κάθε τυχαία ραγισματιά, κάθε βαθούλωμα,
Μοιάζει μέ ρέμα ἤ μέ χιονοστιβάδα
Ἤ μέ ἀγέρωχη βουνοπλαγιά ὅπου ἀκόμη πέφτει χιόνι,
Ἄν κι εἶναι σίγουρο ὅτι κλαδί δαμασκηνιᾶς ἤ κερασιᾶς
Γλυκαίνει τό σπιτάκι στά μισά τοῦ δρόμου
Πρός τά ἐκεῖ πού ἀνηφορίζουν οἱ Κινέζοι ͘ κι ἐγώ
Εὐφραίνομαι ὅταν τούς φαντάζομαι νά κάθονται ἐκεῖ πέρα.
Ἐκεῖ, στόν οὐρανό καί στό βουνό,
Τώρα ἀτενίζουν ὅλη τήν τραγική σκηνή.
Κάποιος ζητᾶ ν’ ἀκούσει μελωδίες λυπητερές ͘
Παίζουν μιά μουσική τά μαθημένα δάχτυλα.
Τά μάτια τους, μές στίς πολλές ρυτίδες, τά μάτια τους,
Τ’ ἀρχαῖα λαμπερά τους μάτια, τά μάτια τους εἶν’ εὔθυμα.
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος
William Butler Yeats - Μυθολογίες και οράματα - Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1999