Ήταν ένα Κυριακάτικο πρωινό. Είχα κοιμηθεί λιγάκι παραπάνω κι εκείνην ακριβώς τη στιγμή αποφάσισα να βγω ενώ αυτή επέστρεφε μ’ ένα μικρό βιβλιαράκι στο χέρι, από την εκκλησία προφανώς. Κακομοίρικη εμφάνιση: ανάμεσα στους μυτερούς της ώμους, τους καλυμμένους μ’ ένα ξεθωριασμένο πράσινο πανωφόρι που κρεμόταν σχεδόν μέχρι κάτω, ζυγιαζόταν το κεφάλι της, όπου ξεχώριζε μια μακριά, λεπτή μύτη και δυο βαθουλωμένα μάγουλα. Τα χείλη γραμμές που μισάνοιγαν, αποκαλύπτοντας ακάθαρτα δόντια, το πιγούνι γωνιώδες και προτεταμένο. Μόνο τα μάτια έμοιαζαν να ‘χουν σημασία σε τούτο το πρόσωπο. Όχι πως θα τα ‘λεγες όμορφα, αλλά ήταν μεγάλα και πολύ μαύρα, μολονότι δίχως λάμψη. Τόσο μαύρα που έκαναν τα σκούρα μαλλιά να φαντάζουν σχεδόν γκρίζα. Ξέρω μονάχα πως η εντύπωση που μου προκάλεσε τούτο το πλάσμα δεν ήταν σε καμία περίπτωση ευχάριστη. Νομίζω πως δεν σήκωσε το βλέμμα να με δει. Δεν μου ‘μεινε ωστόσο χρόνος να σκεφτώ παραπάνω τούτη τη συνάντηση, καθώς βγαίνοντας από την πόρτα έπεσα πάνω σ’ ένα φίλο και πέρασα μαζί του όλο το υπόλοιπο πρωί. Στη συνέχεια ξέχασα εντελώς την ύπαρξη της γειτόνισσας, αφού μάλιστα εκείνη δεν ακουγόταν καθόλου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, παρότι κατοικούσαμε δίπλα δίπλα. Κι έτσι θα συνέχιζε, αν από σύμπτωση – πως αλλιώς να το ονομάσω; – δεν συνέβαινε μια μέρα το απροσδόκητο, αυτό που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Κισμέτ - δεκατρείς ιστορίες αγάπης - Rainer Maria Rilke - Νεφέλη, 2012
Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη